- ευχεραίνω
- [ευχερής]καθιστώ κάτι ευχερές, ευκολύνω («η νέα μέθοδος ευχεραίνει την εργασία»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ευκολύνω — [εύκολος] 1. καθιστώ κάτι εύκολο 2. παρέχω ευκολίες, βοηθώ, διευκολύνω, ευχεραίνω 3. μέσ. ευκολύνομαι έχω την ευκολία, είμαι σε θέση, μπορώ («δεν ευκολύνομαι να σέ πληρώσω») … Dictionary of Greek